Γυναίκα, όταν ήμουν 15 ετών…

Τελείωνα το Γυμνάσιο και δεν θα τον ξαναέβλεπα γιατί ήταν αναπληρωτής Γυμναστής του σχολείου. Φυσιογνωμικά τον θυμόμουν από μικρή σε εξωσχολική δραστηριότητα που πήγαινα. Όλη την χρονιά, αισθανόμουν πως «με έφερνε γύρω-γύρω». Τότε ο μπαμπάς μου νοσούσε από καρκίνο και στην αρχή με είχε προσεγγίσει δήθεν από ενδιαφέρον κλπ. Την τελευταία μέρα των σχολικών εξετάσεων παραμόνευε κρυφά στις τουαλέτες των κοριτσιών. Με άρπαξε στην κυριολεξία, κάλυψε με το χέρι του το στόμα μου για να μην μπορώ να φωνάξω και με ακινητοποίησε κολλώντας με στον τοίχο. Άρχισε να με φιλάει στο στήθος, λέγοντας μου πόσο πολύ του άρεσε, και έπειτα έβγαλε το μόριο του και το έτριβε πάνω μου. Αισθανόμουν τέτοιον αποτροπιασμό, ντροπή και αηδία. Κάθε φορά που με έβλεπε, αυτοϊκανοποιούταν μου έλεγε. Ήθελε να πάρω έναν χάρακα να του μετρήσω το μόριο του και πόσο μεγάλο γίνεται όταν με σκέφτεται. Ήταν η πρώτη φορά που έπαθα κρίση πανικού. Για καλή μου τύχη, τον κλώτσησα και άρχισα να τρέχω δίχως αύριο. Τα όσα έγιναν μετέπειτα ντρέπομαι να τα πω.