Γυναίκα, όταν ήμουν 9 ετών…

Υπέστην το βασανιστήριο μιας κατ’ εξακολούθησην ασέλγειας από συγγενικό πρόσωπο, πρώτη φορά στα εννιά μου χρόνια. Ήταν ο άνδρας της αδελφής της γιαγιάς μου, ήταν άτεκνο ζευγάρι, και οι γονείς μου μας άφηναν συχνά σε εκείνους, γιατί κατά κάποιο τρόπο ήταν σαν παππούδες μας. Θυμάμαι ακόμα έντονα την πρώτη φορά, ασκούσε πίεση στα γεννητικά μου όργανα, μου έλεγε ότι θέλει το καλό μου και δεν πρέπει να το μάθει κανείς. Εκείνο το βράδυ τηλεφώνησα στη μαμά μου, την παρακάλεσα να έρθει να με πάρει, και ποτέ δεν ήρθε. Ούτε με ρώτησε ποτέ γιατί ήθελα τόσο πολύ να επιστρέψω στο σπίτι. Όλες οι επόμενες φορές ήταν το ίδιο επώδυνες, φοβόμουν να μιλήσω, φοβόμουν να βρίσκομαι στον ίδιο χώρο με αυτόν τον άνθρωπο και τον σιχαινόμουν. Γλίτωσα το βιασμό, νομίζω εντελώς τυχαία, με πήγε προφασιζόμενος μια μετακίνηση, σε ένα απομακρυσμένο μέρος, μέρα μεσημέρι και μου ζήτησε να ολοκληρώσουμε, πρέπει να ήμουν δώδεκα χρονών. Μου έλεγε χαρακτηριστικά ο ένας θέλει, ο άλλος δεν θέλει, γιατί; Κι εγώ θυμάμαι να τον παρακαλώ να μην συνεχίσει. Σταμάτησε όταν είπα ότι θα το πω στους γονείς μου. Μέσα σε λίγο καιρό από τότε, πέθανε και θυμάμαι ότι ένιωσα ότι όλες οι ευχές μου να πάθει κακό έγιναν πραγματικότητα.