Γυναίκα, όταν ήμουν 8 ετών….

Το περιστατικό συνέβη το καλοκαίρι μεταξύ 3 και 4ης Δημοτικού. Πήγα όπως κάθε μεσημέρι μετά το φαγητό στο σπίτι της καλύτερης μου φίλης (δύο χρόνια μικρότερη). Ο πατέρας της ήταν στα καράβια και τον είχα δει ελάχιστες φορές στην ζωή μου. Εκείνο το μεσημέρι όταν χτύπησα την πόρτα τους άνοιξε αυτός, τον ρώτησα που είναι η φίλη μου, μου είπε ότι έλειπαν όλοι για να τον αφήσουν να ξεκουραστεί και εγώ τον ξύπνησα και πρέπει να τον βοηθήσω να ξανακοιμηθεί. Είπα να φύγω και να ξανάρθω το απόγευμα. Με πήρε από το χέρι στο δωμάτιο της φίλης μου, λέγοντας μου ότι έκανα κάτι κακό που τον ξύπνησα κι έπρεπε να επανορθώσω σαν καλό παιδί. Με ξάπλωσε με το ζόρι στο κρεβάτι της κόρης του, έπεσε από πάνω μου και με πλάκωνε ενώ φώναζα ότι ήθελα να φύγω. Είχα στρίψει το κεφάλι μου στο πλάι για να μπορώ να ανασάνω, μου έβγαλε την μπλούζα και μου φιλούσε το ανύπαρκτο στήθος μου, του ζητούσα να φύγω και μου έλεγε ένα φιλάκι ακόμα αλλά δεν σταματούσε. Ξεκούμπωσε το παντελόνι του και έβαλε το πέος του ανάμεσα στα πόδια μου (ευτυχώς πάνω από το σορτς μου). Τον χτυπούσα με τις γροθιές μου και του φώναζα να μ΄ αφήσει και ότι θέλω να φύγω. Κάπως κατάφερα και ξεγλίστρησα ή μ’ άφησε (είναι θολό αυτό το σημείο). Θυμάμαι ότι έτρεξα στην πόρτα, κατέβηκα τρέχοντας με χίλια τις σκάλες τους, πέρασα τον δρόμο χωρίς να κοιτάξω τίποτα και έπεσα με φόρα στον απέναντι τοίχο με το κεφάλι σαν για να με τιμωρήσω… ζαλίστηκα και έμεινα λίγο ακίνητη να σκεφτώ τι θα κάνω, και πήρα μία δύσκολη απόφαση που νομίζω με μεγάλωσε απότομα αρκετά χρόνια, “ό,τι έγινε, έγινε, δεν μπορώ να τ’ αλλάξω”, το να το πω στους γονείς μου δεν θα άλλαζε κάτι, μόνο θα τους στεναχωρούσε (σε άλλες περιπτώσεις με ανώμαλους στις παιδικές χαρές που τους είχα πει, είχαν πάει στην αστυνομία και η αστυνομία δεν έκανε τίποτα οπότε είχα πάρει το μήνυμα ότι είναι μάταιο). Γύρισα σπίτι και τότε δεν είπα τίποτα. Πλέον έχω συνειδητοποιήσει ότι έκανε τα ίδια και χειρότερα στην κόρη του και στον γιο του και η γυναίκα του δεν είπε ποτέ τίποτα.