Γυναίκα, όταν ήμουν 7 ετών…

Πήγαινα Β΄ δημοτικού. Οι γονείς μου εργαζόντουσαν ως αργά το μεσημέρι κι είχαν προσφερθεί οι απέναντι μας γείτονες, ανδρόγυνο άνω των 60 και φίλοι των παππούδων μου που είχαν πλέον πεθάνει, να με κρατάνε μόλις τελείωνα το σχολείο. Με το που φτάναμε σπίτι τους η γυναίκα πήγαινε στην κουζίνα να μαγειρέψει κι ο άντρας με έπαιρνε στην κρεβατοκάμαρά τους όπου υπήρχε ένα τραπέζι με 2 καρέκλες κι εκεί ζωγράφιζε. Κάποια στιγμή με κάθιζε στα πόδια του και με χάιδευε. Με το πέρας των ημερών τα χάδια περνούσαν στο εσωτερικό του εσωρούχου μου. Παράλληλα ξεκίνησε να μου δείχνει πορνοπεριοδικά και πίνακες που ζωγράφιζε με όργια και τους έκρυβε σε ένα ντουλάπι. Ένιωθα τεράστια ντροπή και τόλμησα να μιλήσω στη μητέρα μου μόνο όταν πλέον με είχε πονέσει. Η αντίδραση των γονιών μου δυστυχώς δεν ήταν καταγγελία, απλά ενημέρωσαν τη γειτονιά και κόψαμε σχέσεις. Εγώ πλέον καθώς μεγάλωνα ένιωθα έστω ότι τον “εκδικούμουν” χορεύοντας πίσω από την κουρτίνα, καθώς αυτός με παρακολουθούσε κρυμμένος… Ήξερα ότι δε μπορούσε να με αγγίξει ξανά! Ήταν ο μοναδικός άνθρωπος για το θάνατο του οποίου χάρηκα…