Γυναίκα, όταν ήμουν 37 ετών…
Ήμουν έγκυος και μόλις είχα μπει στο μήνα μου. Κατόπιν προτροπής μου είχαμε πάει στο εξοχικό του για λίγες μέρες καθώς δεν είχαμε κάνει καθόλου διακοπές και ήθελα να περάσουμε λίγο χρόνο μαζί πριν γεννηθεί το μωρό. Δεν κοιμόμασταν μαζί γιατί έλεγε ότι δε χωράμε, τον ενοχλούσε που τον χάιδευα μπροστά στους φίλους του γενικά ήταν μονίμως εκνευρισμένος μαζί μου και με απέφευγε. Μάλιστα δε με βοηθούσε ούτε να μπω και να βγω από τη θάλασσα που είχε κύματα. Στο δρόμο της επιστροφής γκάζωνε πήγαινε με 160-180 στις στροφές και του έλεγα να μην τρέχει γιατί φοβάμαι, μου έλεγε ότι έτσι οδηγεί και μου φώναζε πατούσε χειρόφρενο ενώ ήμασταν σε πορεία και ερχόντουσαν αυτοκίνητα από πίσω μας και ούρλιαζε ότι δεν προσπαθούσα αρκετά και ότι έφταιγα, του έλεγα να σταματήσει και ότι δεν αντέχω άλλο, έκλαιγα με λυγμούς και τον παρακαλούσα να σταματήσει γιατί με βασάνιζε και φώναζε ακόμα παραπάνω επειδή είπα μη με βασανίζεις άλλο. Έκλαιγα δεν μπορούσα να πάρω αναπνοή και δε μου έδινε σημασία. Μόλις φτάσαμε ανέβηκα τρέχοντας στο σπίτι και μπήκα στο μπάνιο και έκλαιγα με λυγμούς και χωρίς να παίρνω αναπνοή 2 ώρες. Το απόγευμα είχα ραντεβού με τη γυναικολόγο μου, η οποία ανησυχούσε πολύ για την πίεσή μου και το μωρό να μη του συμβεί κάτι μετά από την έντονη σύγχυση που πέρασα. Και όντως 2 μέρες μετά δεν άκουγα το μωρό όλη μέρα και πήγαμε στη γυναικολόγο μου να το δούμε στον υπέρηχο και μετά με έστειλε πάλι στο νοσοκομείο, για να μπω στον τοκογράφο. Αυτό ήταν το πρώτο σκηνικό έντονης ψυχολογικής βίας που βίωσα και δυστυχώς λόγω των ενοχών που ένιωθα για την εγκυμοσύνη μου, μου πήρε 2 χρόνια να ξυπνήσω και ελευθερωθώ από αυτό τον κακοποιητή μου και πατέρα του παιδιού μου.