• Τραγούδι: ” Ο τενεκές ”
  • Ερμηνεία: Μάρθα Φριντζήλα
  • Μουσική – στίχοι: Γιάννης Τσιαντής
  • Εκδόσεις Μετρονόμος 2024
  • Υπότιτλοι: Ελληνικά – Αγγλικά
  • Μουσικοί:
    • Ηλεκτρική κιθάρα: Γιώργος Παπαδόπουλος
    • Ακουστική κιθάρα: Νίκος Πρωτόπαπας
    • Μπουζούκι: Θοδωρής Ξηντάρης
    • Ακορντεόν: Δήμος Βογιούκας
    • Ηλεκτρικό μπάσο: Μιχάλης Δαρμάς
    • Ντραμς: Σπύρος Σπυράτος
  • Στούντιο: Mythos studio
  • Ηχοληψία – Remix – Mastering: Θανάσης Γκίκας
  • Σκηνοθεσία : Πάνος Ανδριανός – Μάρθα Φριντζήλα
  • Κάμερες: Πάνος Ανδριανός – Μιχάλης Ανδριανός
  • Στο ρόλο της Ανθούλας, η Χριστίνα Ανδριανού

Μάρθα Φριντζήλα

«Δεν είναι λίγες οι γυναίκες που γνωρίζω και έχουν να πουν ιστορίες για κάποιον θείο, κάποιον φίλο του πατέρα, κάποιον γείτονα. Για κάποιον μπακάλη στη γειτονιά που όλοι γνώριζαν πως του αρέσουν τα μικρά κοριτσάκια ή αγοράκια, κι έτρεμαν κάθε φορά που τις έστελνε η μαμά για ψώνια. Για την ακρίβεια, είναι ελάχιστες οι γυναίκες που γνωρίζω και δεν έχουν παρόμοιες ιστορίες να διηγηθούν. Το τραγούδι του Γιάννη Τσιαντή μιλά για όλες τις Ανθούλες που έκαναν τη ντροπή τους δύναμη, νίκησαν το φόβο και έμειναν καθαρές και περήφανες για να φωνάξουν στα μούτρα του κακοποιητή τους την αλήθεια που η κοινωνία γνωρίζει από πάντα αλλά κάνει τα στραβά μάτια».

Γιάννης Τσιαντής

«Ένα καταγγελτικό τραγούδι για όλους εκείνους τους τενεκέδες, τα καμουφλαρισμένα τέρατα που απλώνουν τα κουλάδια τους σε παιδικές ψυχές με όπλα τη βία της έμφυλης ιεραρχείας, τη δύναμη της εξουσίας και το καθεστωτικό νόμο της σιωπής που «κατσικο-εδρεύουν» από χρόνια στην κοινωνίας μας. Απέναντι στη ρημάδα ντροπή, στις ολονύχτιες τύψεις και στη χρόνια σιωπή ας ορθώνουμε συλλογική κραυγή κι αλληλεγγύη, μπας και ξεχορταριαστούν τα άνθη του ντουνιά από τα βέβηλα και νοσηρά» ” Ο τενεκές ” Μου παν της μοίρας τα γραφτά και τα κιτάπια Σαν επτασφράγιστο να είναι μυστικό Να καταπιώ τη γλώσσα μου στα σάπια Κι ας μου λεκιάστηκε παιδί το ψυχικό Μα ένα φουστάνι τρυπωμένο στο ντουλάπι Από τα σκέλια ξηλωμένο και σκιστό Ρεφραίν Να μου θυμίζει το κουλάδι του σατράπη Τότε που με ‘κοψε δεκάχρονο βλαστό (δις) Με λεν Ανθούλα κι ας άργησα τριάντα Χρόνια που ένοχα τα έλουζε η σιωπή Μερόνυχτα έτριβα τα στήθια μου λεβάντα Μπας και ξεβρόμιζε η δόλια η ψυχή «Θέλησε τα ‘παθε» φωνάζαν νοικοκυραίοι Του δρόμου πράμα, ζωηρή και του τεκέ Ρεφραίν Βρόμικοι πάντα θα ζείτε αρουραίοι σαν καρβουνιά του γκαζοτενεκέ (δις)