Γυναίκα, όταν ήμουν 12 ετών…

Στο νησί έχουμε μια ταβέρνα στην οποία έχω περάσει όλη την παιδική μου ηλικία. Κάθε απόγευμα καθόμουν στο τραπέζι του προσωπικού και ζωγράφιζα, διάβαζα, χάζευα. Καθόμουν εκεί μόλις βράδιασε κυρίως και μετά γιατί οι γονείς μου φοβόταν για την ασφάλεια μου λόγω των πολλών τουριστών που κυκλοφορούσαν στο νησί την καλοκαιρινή περίοδο. Όταν ήμουν κάπου στα 12-13 είχε ξεκινήσει να έρχεται για περίπου 1 μήνα συνεχόμενα στο μαγαζί μας ένας τύπος γύρω στα 30. Αυτός, μιας και κάτοικος του νησιού, καθόταν μαζί μου στο τραπεζάκι του προσωπικού και έλεγε διαρκώς χαζομάρες κι εγώ ξεκαρδιζόμουν στα γέλια. Τον είχα συμπαθήσει πολύ, μου φαινόταν πολύ καλός άνθρωπος. Ένα βράδυ που χάζευα στο Facebook, το οποίο μου είχαν επιτρέψει να έχω για να παίζω petville, είδα αίτημα φιλίας του. Εννοείται πως θεώρησα ανούσιο να ρωτήσω για να τον δεχτώ αφού είναι γνωστός μας. Μόλις τον δέχτηκα άρχισε να μου στέλνει μηνύματα με τον χιουμοριστικό τρόπο που χρησιμοποιούσε και από κοντά. Όλα ωραία και όλα αστεία μέχρι που μου έστειλε ένα μήνυμα που έγραφε “Θες να τα φτιάξουμε;”. Εκείνη τη στιγμή εγώ δεν ήξερα πως να αντιδράσω καθώς δεν καταλάβαινα αν το έλεγε για πλάκα η όντως, έτσι για να είμαι σίγουρη απάντησα ένα κοφτό “όχι”. Αν και δεν ήμουν σίγουρη κάτι ένιωθα, κακό. Δεν μπορούσε να είναι ένα από τα αστεία του αυτό. Μόλις μου έστειλε “Γιατί; Δεν σου αρέσω;” Με έπιασε ταχυπαλμία και τον έκανα αμέσως μπλοκ. Ένιωθα αηδία αλλά και για κάποιο λόγο ενοχή. Εννοείται πως δεν του ξαναμίλησα ποτέ, αν και αυτός ακόμη με χαιρετάει τώρα που είμαι 22 χρόνων και εννοείται ότι από εκείνη την ημέρα δεν ξαναήρθε στο μαγαζί για φαγητό. Το χειρότερο είναι ότι πριν λίγα χρόνια έκανε ένα κοριτσάκι, το οποίο δεν μπορώ να φανταστώ με τι ηθικές θα το μεγαλώσει αυτό το σίχαμα. 10 χρόνια μετά στον μόνο άνθρωπο που το έχω πει είναι το αγόρι μου ο οποίος και δεν είναι από το νησί.