Γυναίκα, όταν ήμουν 10 ετών…

Σε αστικό λεωφορείο, ένας ηλικιωμένος εκμεταλλεύτηκε την πολυκοσμία, κόλλησε πίσω μου, με έσπρωξε πάνω στην κολώνα προς τη μεσαία πόρτα και με θώπευε από πίσω, πάνω από τα ρούχα μου. Έκανα διακριτικά να μετακινηθώ, αλλά με εμπόδιζε με το σώμα του. Η μαμά μου κι ο αδερφός μου ήταν λίγα μέτρα πιο μακριά, όμως δεν με έβλεπαν. Μου είχε κοπεί η λαλιά. Ένα άτσαλο φρενάρισμα ήταν η ευκαιρία μου, έσπρωξα τον κόσμο κι έφτασα στους δικούς μου. Σφίγγεται το στομάχι μου μέχρι σήμερα από αηδία όταν το σκέφτομαι και συγχίζομαι που ντρεπόμουν και δεν φώναξα. Πολύ “μικρό” περιστατικό, βέβαια, σε σχέση με όσα διαβάζω εδώ. Έκτοτε, όπου κι αν είμαι, πάντα η πλάτη μου ακουμπάει σε εμπόδιο.