Γυναίκα, όταν ήμουν 12 ετών…

Ήμουν δώδεκα. Ο παππούς μου και η γιαγιά μου έμεναν ένα στενό μακριά από το πατρικό μου. Ο παππούς μου ήταν ράφτης. Ένα μεσημέρι έπρεπε να πάω στο σπίτι τους. Στον δρόμο λίγο πιο κάτω έμενε ένας οικογενειακός φίλος του παππού και της γιαγιάς 60+ χρονών. Τον ήξερα από πάντα. Με φώναξε μέσα στο σπίτι του να μου δώσει ένα παντελόνι για φτιάξιμο να δώσω στον παππού. Πήγα χωρίς καμία αίσθηση φόβου γιατί τον ήξερα. Καθόταν σε μια καρέκλα του σπιτιού και μου ζήτησε να τον πλησιάσω. Μου έκανε διάφορα και εγώ είχα παγώσει. Όταν τελείωσε και έφυγα τρέχοντας πια, πήγα κατευθείαν στη γιαγιά μου να της πω τι συνέβη, τελείως μπερδεμένη. Μου είπε να μην πω κουβέντα γιατί θα το φαντάστηκα και θα τους κάνω ρεζίλι. Δεν μου έκλεισε το στόμα ο άνθρωπος που με κακοποίησε αλλά η γιαγιά μου.