Γυναίκα, όταν ήμουν 22 ετών…

Επέστρεφα από νυχτερινή έξοδο στο σπίτι μου στο κέντρο της Αθήνας, η ώρα πρέπει να ήταν γύρω στις τρεις το πρωί. Πάντα με επέστρεφαν οι φίλες μου που είχαν αυτοκίνητο στο σπίτι για να είμαι ασφαλής. Εκείνο το βράδυ όμως, είπα στην φίλη μου να με αφήσει στον κεντρικό δρόμο για να μην μπλέξει στα στενά, είχε περάσει και η ώρα. Έτσι λοιπόν κατέβηκα από το αυτοκίνητο και έπρεπε να περπατήσω τρία μόλις τετράγωνα μέχρι την πόρτα της εισόδου της πολυκατοικίας μου. Καθώς περπατούσα, ακούω βήματα να επιταχύνουν πίσω μου, νιώθω απειλή. Βάζω το χέρι στην τσάντα μου να πιάσω τα κλειδιά μου, τα βρίσκω και τα κρατάω στο χέρι μου. Τα βήματα επιταχύνουν περισσότερο, επιταχύνω και εγώ. Γυρίζω και κοιτάζω προς τα πίσω, βλέπω μία ανδρική φιγούρα να με ακολουθεί. Φτάνω στην πόρτα της πολυκατοικίας μου, κάνω να βάλω το κλειδί στην κλειδαριά για να ανοίξω, αλλά δεν προλαβαίνω δυο χέρια με τραβάνε από τους ώμους και με γυρνάνε προς τον τοίχο στο πλάι της πόρτας. Τον βλέπω καθαρά, πέφτει πάνω μου και μου πιάνει το στήθος, προσπαθώ να χτυπήσω το κουδούνι του σπιτιού μου, ήταν ο αδελφός μου πάνω, αλλά δεν τα καταφέρνω. Εκεί κάπως -αλήθεια δεν ξέρω πώς- σήκωσα το πόδι μου και του έριξα μία κλωτσιά και τον απομάκρυνα, πήγε μέχρι το παρκαρισμένο αμάξι στην άκρη του πεζοδρομίου. Έβαλα το κλειδί στην πόρτα, μπήκα μέσα, έσπρωξα την πόρτα με όλη μου την δύναμη να κλείσει πίσω μου. Τον έβλεπα μέσα από το τζάμι της πόρτας να στέκεται εκεί. Ανέβηκα στο σπίτι μου και κάθισα σε μία καρέκλα, τα χέρια έτρεμαν.