Γυναίκα, όταν ήμουν 38 ετών…
Γυρνούσαμε από ψώνια με τον σύζυγό μου και ήταν νευριασμένος για κάτι που είπα στην πωλήτρια. Ξεκίνησε ο καυγάς στο αυτοκίνητο έχοντας μέσα και το 9 μηνών μωρό μας , του ζήτησα να σταματήσει γιατί άρχισε να με πιάνει κρίση πανικού, δεν μπορούσα να αναπνεύσω, μου ερχόταν τάση για εμετό, είχα πόνο στο στήθος. Του είπα να πάρει το μωρό και ότι θα περπατούσα μέχρι το σπίτι για να συνέλθω και να συναντηθούμε εκεί. Με πίεζε να μπω μέσα για να γυρίσουμε μαζί. Τότε άρχισαν να μαγκώνουν τα χέρια μου και άρχισα να συνειδητοποιώ ότι έπρεπε να με πάει στο νοσοκομείο για να μου κάνουν ηρεμιστική ένεση. Ξεκίνησε και στο δρόμο μου έλεγε τώρα σοβαρά θες να σε πάρω στο νοσοκομείο και ότι δεν ήταν τίποτα και προσπαθούσε να με πείσει ότι δεν έχω κάτι και ότι είμαι υπερβολική. Εκεί άρχισα να κλαίω με λυγμούς από την έντονη πίεση και αμφισβήτηση, τον παρακαλούσα να με πάει στο νοσοκομείο γιατί δεν άντεχα να είμαι άλλο μαζί του σε τόσο κλειστό χώρο, ξαφνικά εκεί που οδηγούσε μου έδωσε ένα μπάτσο για να με συνεφέρει όπως είπε. Εκείνη τη στιγμή πάγωσα και μόλις ένιωσα ότι κατάπια κομμάτι από το δόντι μου του είπα να σταματήσει για να κατέβω γιατί φοβόμουν και γιατί ήθελα να προστατέψω το μωρό από τις φωνές και άρχισα να περπατάω για να πάω στο σπίτι με τα πόδια. Έτρεχε από πίσω μου με το παιδί στην αγκαλιά του και μου φώναζε, του έλεγα να μη με πλησιάζει και να με αφήσει ήσυχη. Μου είχε πάρει τα κλειδιά και τα πέταξε για να μην μπορώ να φύγω και να μπω στο σπίτι μου πήγα να τα πάρω και μου έριχνε μπουνιές στα πόδια και τα κρατούσε σφιχτά για να μην μπορώ να τα πάρω. Με ακολούθησε στο σπίτι για το δεύτερο γύρο, φοβούμενος να μην πάρω την αστυνομία μου πήρε το κινητό και άρχισε να με βαράει με τις μπουνιές του στο κεφάλι. Μόλις συνειδητοποίησα ότι τρέχει αίμα και άρχισε να μουδιάζει το κεφάλι μου του είπα να φύγει. Επέμενε και ήρθε μαζί με εμένα και μια φίλη μου στην ιδιωτική κλινική για να ελέγχει τι λέω στους γιατρούς όπου έκανα 5 ράμματα και τους είπε ότι χτύπησα στο ντουλάπι.